κακόπλους

κακόπλους
κακόπλους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για θάλασσα) αυτή που διαπλέεται δύσκολα, άγρια, τρικυμιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -πλους (< πλοῦς), πρβλ. κοινό-πλους, φιλό-πλους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοπλοώ — κακοπλοῶ, έω (Α) [κακόπλους] πλέω κακώς, έχω άσχημο πλου, διαπλέω με δυσκολία («κακοπλοεῑν τὰς ναῡς», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • κακόπλοια — κακόπλοια, ἡ (Α) [κακόπλους] κακοπάθεια, ταλαιπωρία κατά το θαλασσινό ταξίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”